φορμάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φορμάρισμα τα φορμαρίσματα
      γενική του φορμαρίσματος των φορμαρισμάτων
    αιτιατική το φορμάρισμα τα φορμαρίσματα
     κλητική φορμάρισμα φορμαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φορμάρισμα < φορμάρω

Ουσιαστικό

φορμάρισμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του φορμάρω, το να δίνει κάποιος φόρμα ή την επιθυμητή μορφή
  2. το να βρίσκει κάποιος την καλή του φυσική κατάσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.