φορμάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φορμάρισμα | τα | φορμαρίσματα |
| γενική | του | φορμαρίσματος | των | φορμαρισμάτων |
| αιτιατική | το | φορμάρισμα | τα | φορμαρίσματα |
| κλητική | φορμάρισμα | φορμαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φορμάρισμα < φορμάρω
Ουσιαστικό
φορμάρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του φορμάρω, το να δίνει κάποιος φόρμα ή την επιθυμητή μορφή
- το να βρίσκει κάποιος την καλή του φυσική κατάσταση
Μεταφράσεις
φορμάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.