περιεκτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιεκτικότητα οι περιεκτικότητες
      γενική της περιεκτικότητας των περιεκτικοτήτων
    αιτιατική την περιεκτικότητα τις περιεκτικότητες
     κλητική περιεκτικότητα περιεκτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιεκτικότητα < περιεκτικός + -ότητα (μαρτυρείται από το 1877) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capacité)

Ουσιαστικό

περιεκτικότητα θηλυκό

  1. η ποσότητα κάποιου πράγματος ή υλικού που περιέχεται σε κάποιο άλλο πράγμα ή υλικό
  2. η χωρητικότητα
  3. (για λόγο) το να είναι κάποιος περιεκτικός, η ιδιότητα του περιεκτικού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.