bits ανά δευτερόλεπτο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- bits ανά δευτερόλεπτο < → δείτε τις λέξεις bit, ανά και δευτερόλεπτο
Πολυλεκτικός όρος
bits ανά δευτερόλεπτο (el)
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) μονάδα μέτρησης του ρυθμού μεταφοράς δεδομένων (data transfer rate) και του δυφιορρυθμού (bitrate)[1]
Αναφορές
- Αθανάσιος Ι. Μάργαρης (Θεσσαλονίκη 2001), Μετάδοση Δεδομένων – Δίκτυα Υπολογιστών, σελ. 23. Προσπέλαση 2020-05-25.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.