-ότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -ότητα | οι | -ότητες |
| γενική | της | -ότητας | των | -οτήτων |
| αιτιατική | τη(ν) | -ότητα | τις | -ότητες |
| κλητική | -ότητα | -ότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ότητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ότητα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -τητα, αιτιατική θηλυκών σε -της, σε ουσιστικά με θέμα που έληγε σε ο- (ή σε υ-) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ό‐τη‐τα
Επίθημα
-ότητα ή -ύτητα θηλυκό
Συγγενικά
- -ητα (λαϊκότροπο)
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ότητα στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ύτητα στο Βικιλεξικό
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-ότητα»
Αναφορές
- -ότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -ότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -ότητα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -τητα. αιτιατική θηλυκών σε -της, σε ουσασιστικά με θέμα που έληγε σε ο-[1]
Επίθημα
-ότητα θηλυκό
Συγγενικά
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ότητα στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -ότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.