-ότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ότητα οι -ότητες
      γενική της -ότητας των -οτήτων
    αιτιατική τη(ν) -ότητα τις -ότητες
     κλητική -ότητα -ότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ότητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ότητα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -τητα, αιτιατική θηλυκών σε -της, σε ουσιστικά με θέμα που έληγε σε ο- (ή σε υ-) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τητα

Επίθημα

-ότητα ή -ύτητα θηλυκό

  1. παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που έχουν την ιδιότητα της πρωτότυπης λέξης (επίθετο ή ουσιαστικό)
    αβεβαιότητα (αβέβαιος)
    ελληνικότητα (ελληνικός)
    ανθρωπότητα (άνθρωπος)
    βαρύτητα (βαρύς)
  2. δείτε και την κατάληξη της δημοτικής, όπως στα ουσιαστικά με την αρχαία κατάληξη -της
    θεότης > θεότητα

Συγγενικά

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ότητα στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ύτητα στο Βικιλεξικό

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-ότητα»

Αναφορές

Πηγές

  • -ότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-ότητα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -τητα. αιτιατική θηλυκών σε -της, σε ουσασιστικά με θέμα που έληγε σε ο-[1]

Επίθημα

-ότητα θηλυκό

Συγγενικά

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ότητα στο Βικιλεξικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.