χασομερώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χασομερώ < χασομέρι

Ρήμα

χασομερώ και χασομεράω

  1. (αμετάβατο) περνάω το χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτε το ουσιαστικό
  2. (αμετάβατο) χρονοτριβώ, κάνω πολύ αργά αυτό που έχω να κάνω
  3. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χασομερήσει
    χασομέρησε λίγο το παιδί μέχρι να του ετοιμάσω το γάλα
     συνώνυμα: απασχολώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.