χασομερώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χασομερώ < χασομέρι
Ρήμα
χασομερώ και χασομεράω
- (αμετάβατο) περνάω το χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτε το ουσιαστικό
- (αμετάβατο) χρονοτριβώ, κάνω πολύ αργά αυτό που έχω να κάνω
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χασομερήσει
Μεταφράσεις
χασομερώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.