χρονιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾoˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : }χρο‐νιά‐ζω
Ρήμα
χρονιάζω, πρτ.: χρόνιαζα, αόρ.: χρόνιασα (χωρίς παθητική φωνή)
Παράγωγα
- κακοχρονιάζω
- χρόνιασμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρονιάζω | χρόνιαζα | θα χρονιάζω | να χρονιάζω | χρονιάζοντας | |
| β' ενικ. | χρονιάζεις | χρόνιαζες | θα χρονιάζεις | να χρονιάζεις | χρόνιαζε | |
| γ' ενικ. | χρονιάζει | χρόνιαζε | θα χρονιάζει | να χρονιάζει | ||
| α' πληθ. | χρονιάζουμε | χρονιάζαμε | θα χρονιάζουμε | να χρονιάζουμε | ||
| β' πληθ. | χρονιάζετε | χρονιάζατε | θα χρονιάζετε | να χρονιάζετε | χρονιάζετε | |
| γ' πληθ. | χρονιάζουν(ε) | χρόνιαζαν χρονιάζαν(ε) |
θα χρονιάζουν(ε) | να χρονιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρόνιασα | θα χρονιάσω | να χρονιάσω | χρονιάσει | ||
| β' ενικ. | χρόνιασες | θα χρονιάσεις | να χρονιάσεις | χρόνιασε | ||
| γ' ενικ. | χρόνιασε | θα χρονιάσει | να χρονιάσει | |||
| α' πληθ. | χρονιάσαμε | θα χρονιάσουμε | να χρονιάσουμε | |||
| β' πληθ. | χρονιάσατε | θα χρονιάσετε | να χρονιάσετε | χρονιάστε | ||
| γ' πληθ. | χρόνιασαν χρονιάσαν(ε) |
θα χρονιάσουν(ε) | να χρονιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χρονιάσει | είχα χρονιάσει | θα έχω χρονιάσει | να έχω χρονιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χρονιάσει | είχες χρονιάσει | θα έχεις χρονιάσει | να έχεις χρονιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χρονιάσει | είχε χρονιάσει | θα έχει χρονιάσει | να έχει χρονιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρονιάσει | είχαμε χρονιάσει | θα έχουμε χρονιάσει | να έχουμε χρονιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χρονιάσει | είχατε χρονιάσει | θα έχετε χρονιάσει | να έχετε χρονιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρονιάσει | είχαν χρονιάσει | θα έχουν χρονιάσει | να έχουν χρονιάσει |
| |
Μεταφράσεις
χρονιάζω
|
Αναφορές
- χρονιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.