δαπανώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δαπανώ < αρχαία ελληνική δαπανάω, -ῶ

Ρήμα

δαπανώ, πρτ.: δαπανούσα, στ.μέλλ.: θα δαπανήσω, αόρ.: δαπάνησα, παθ.φωνή: δαπανώμαι, μτχ.π.π.: δαπανημένος

  1. καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό για την αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών
  2. (μεταφορικά) σπαταλώ, καταναλώνω ένα αγαθό χωρίς σκοπό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.