προχρηματοδότηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προχρηματοδότηση οι προχρηματοδοτήσεις
      γενική της προχρηματοδότησης* των προχρηματοδοτήσεων
    αιτιατική την προχρηματοδότηση τις προχρηματοδοτήσεις
     κλητική προχρηματοδότηση προχρηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προχρηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προχρηματοδότηση < προ- + χρηματοδότηση

Ουσιαστικό

προχρηματοδότηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.