χρηματοδοτήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρηματοδοτήσιμος η χρηματοδοτήσιμη το χρηματοδοτήσιμο
      γενική του χρηματοδοτήσιμου της χρηματοδοτήσιμης του χρηματοδοτήσιμου
    αιτιατική τον χρηματοδοτήσιμο τη χρηματοδοτήσιμη το χρηματοδοτήσιμο
     κλητική χρηματοδοτήσιμε χρηματοδοτήσιμη χρηματοδοτήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηματοδοτήσιμοι οι χρηματοδοτήσιμες τα χρηματοδοτήσιμα
      γενική των χρηματοδοτήσιμων των χρηματοδοτήσιμων των χρηματοδοτήσιμων
    αιτιατική τους χρηματοδοτήσιμους τις χρηματοδοτήσιμες τα χρηματοδοτήσιμα
     κλητική χρηματοδοτήσιμοι χρηματοδοτήσιμες χρηματοδοτήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρηματοδοτήσιμος < χρηματοδοτώ + -σιμος

Επίθετο

χρηματοδοτήσιμος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.