αχρηματοδότητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρηματοδότητος η αχρηματοδότητη το αχρηματοδότητο
      γενική του αχρηματοδότητου της αχρηματοδότητης του αχρηματοδότητου
    αιτιατική τον αχρηματοδότητο την αχρηματοδότητη το αχρηματοδότητο
     κλητική αχρηματοδότητε αχρηματοδότητη αχρηματοδότητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρηματοδότητοι οι αχρηματοδότητες τα αχρηματοδότητα
      γενική των αχρηματοδότητων των αχρηματοδότητων των αχρηματοδότητων
    αιτιατική τους αχρηματοδότητους τις αχρηματοδότητες τα αχρηματοδότητα
     κλητική αχρηματοδότητοι αχρηματοδότητες αχρηματοδότητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχρηματοδότητος < α- στερητικό + χρηματοδοτώ, χρηματοδοτη- + -τος. Μορφολογικά αναλύεται σε α- + χρηματο- + -δότητος.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.xɾi.ma.toˈðo.ti.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αχρηματοδότητος

Επίθετο

αχρηματοδότητος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.