χρηματοδοτημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρηματοδοτημένος η χρηματοδοτημένη το χρηματοδοτημένο
      γενική του χρηματοδοτημένου της χρηματοδοτημένης του χρηματοδοτημένου
    αιτιατική τον χρηματοδοτημένο τη χρηματοδοτημένη το χρηματοδοτημένο
     κλητική χρηματοδοτημένε χρηματοδοτημένη χρηματοδοτημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηματοδοτημένοι οι χρηματοδοτημένες τα χρηματοδοτημένα
      γενική των χρηματοδοτημένων των χρηματοδοτημένων των χρηματοδοτημένων
    αιτιατική τους χρηματοδοτημένους τις χρηματοδοτημένες τα χρηματοδοτημένα
     κλητική χρηματοδοτημένοι χρηματοδοτημένες χρηματοδοτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾi.ma.to.ðo.tiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρηματοδοτημένος

Μετοχή

χρηματοδοτημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.