αυτοχρηματοδοτούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοχρηματοδοτούμαι < αυτοχρηματοδότηση + -ούμαι (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + χρηματοδότηση.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.xɾi.ma.to.ðoˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐χρη‐μα‐το‐δο‐τού‐μαι
Ρήμα
αυτοχρηματοδοτούμαι, μτχ.π.ε.: αυτοχρηματοδοτούμενος, π.αόρ.: αυτοχρηματοδοτήθηκα, μτχ.π.π.: αυτοχρηματοδοτημένος
- (οικονομία) χρηματοδοτώ μια επιχείρηση ή αντλώ κεφάλαια από τα κέρδη της ίδιας της επιχείρησης
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοχρηματοδοτούμαι | αυτοχρηματοδοτούμουν | θα αυτοχρηματοδοτούμαι | να αυτοχρηματοδοτούμαι | αυτοχρηματοδοτούμενος | |
| β' ενικ. | αυτοχρηματοδοτείσαι | αυτοχρηματοδοτούσουν | θα αυτοχρηματοδοτείσαι | να αυτοχρηματοδοτείσαι | ||
| γ' ενικ. | αυτοχρηματοδοτείται | αυτοχρηματοδοτούνταν | θα αυτοχρηματοδοτείται | να αυτοχρηματοδοτείται | ||
| α' πληθ. | αυτοχρηματοδοτούμαστε | αυτοχρηματοδοτούμασταν αυτοχρηματοδοτούμαστε |
θα αυτοχρηματοδοτούμαστε | να αυτοχρηματοδοτούμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοχρηματοδοτείστε | αυτοχρηματοδοτούσασταν αυτοχρηματοδοτούσαστε |
θα αυτοχρηματοδοτείστε | να αυτοχρηματοδοτείστε | αυτοχρηματοδοτείστε | |
| γ' πληθ. | αυτοχρηματοδοτούνται | αυτοχρηματοδοτούνταν | θα αυτοχρηματοδοτούνται | να αυτοχρηματοδοτούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοχρηματοδοτήθηκα | θα αυτοχρηματοδοτηθώ | να αυτοχρηματοδοτηθώ | αυτοχρηματοδοτηθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοχρηματοδοτήθηκες | θα αυτοχρηματοδοτηθείς | να αυτοχρηματοδοτηθείς | αυτοχρηματοδοτήσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοχρηματοδοτήθηκε | θα αυτοχρηματοδοτηθεί | να αυτοχρηματοδοτηθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοχρηματοδοτηθήκαμε | θα αυτοχρηματοδοτηθούμε | να αυτοχρηματοδοτηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοχρηματοδοτηθήκατε | θα αυτοχρηματοδοτηθείτε | να αυτοχρηματοδοτηθείτε | αυτοχρηματοδοτηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοχρηματοδοτήθηκαν αυτοχρηματοδοτηθήκαν(ε) |
θα αυτοχρηματοδοτηθούν(ε) | να αυτοχρηματοδοτηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοχρηματοδοτηθεί | είχα αυτοχρηματοδοτηθεί | θα έχω αυτοχρηματοδοτηθεί | να έχω αυτοχρηματοδοτηθεί | αυτοχρηματοδοτημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοχρηματοδοτηθεί | είχες αυτοχρηματοδοτηθεί | θα έχεις αυτοχρηματοδοτηθεί | να έχεις αυτοχρηματοδοτηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοχρηματοδοτηθεί | είχε αυτοχρηματοδοτηθεί | θα έχει αυτοχρηματοδοτηθεί | να έχει αυτοχρηματοδοτηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοχρηματοδοτηθεί | είχαμε αυτοχρηματοδοτηθεί | θα έχουμε αυτοχρηματοδοτηθεί | να έχουμε αυτοχρηματοδοτηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοχρηματοδοτηθεί | είχατε αυτοχρηματοδοτηθεί | θα έχετε αυτοχρηματοδοτηθεί | να έχετε αυτοχρηματοδοτηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοχρηματοδοτηθεί | είχαν αυτοχρηματοδοτηθεί | θα έχουν αυτοχρηματοδοτηθεί | να έχουν αυτοχρηματοδοτηθεί | ||
Αναφορές
- αυτοχρηματοδοτούμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.