αυτοχρηματοδοτούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοχρηματοδοτούμενος | η | αυτοχρηματοδοτούμενη | το | αυτοχρηματοδοτούμενο |
| γενική | του | αυτοχρηματοδοτούμενου | της | αυτοχρηματοδοτούμενης | του | αυτοχρηματοδοτούμενου |
| αιτιατική | τον | αυτοχρηματοδοτούμενο | την | αυτοχρηματοδοτούμενη | το | αυτοχρηματοδοτούμενο |
| κλητική | αυτοχρηματοδοτούμενε | αυτοχρηματοδοτούμενη | αυτοχρηματοδοτούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοχρηματοδοτούμενοι | οι | αυτοχρηματοδοτούμενες | τα | αυτοχρηματοδοτούμενα |
| γενική | των | αυτοχρηματοδοτούμενων | των | αυτοχρηματοδοτούμενων | των | αυτοχρηματοδοτούμενων |
| αιτιατική | τους | αυτοχρηματοδοτούμενους | τις | αυτοχρηματοδοτούμενες | τα | αυτοχρηματοδοτούμενα |
| κλητική | αυτοχρηματοδοτούμενοι | αυτοχρηματοδοτούμενες | αυτοχρηματοδοτούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αυτοχρηματοδοτούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.