χλεύη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλεύη οι χλεύες
      γενική της χλεύης των χλευών
    αιτιατική τη χλεύη τις χλεύες
     κλητική χλεύη χλεύες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλεύη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χλεύη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰlew- (αστειεύομαι)

Ουσιαστικό

χλεύη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χλεύη αἱ χλεῦαι
      γενική τῆς χλεύης τῶν χλευῶν
      δοτική τῇ χλεύ ταῖς χλεύαις
    αιτιατική τὴν χλεύην τὰς χλεύᾱς
     κλητική ! χλεύη χλεῦαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χλεύ
γεν-δοτ τοῖν  χλεύαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλεύη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰlew- (αστειεύομαι) (συγγενές με τα χλίω, χλωρός, χλαρός και χλιδή)

Ουσιαστικό

χλεύη-ης θηλυκό (ο δυϊκός δεν απαντάται)

  1. αστείο, αστεϊσμός
  2. εμπαιγμός
    πρᾶγμα χλεύης ἄξιον (αστειότητες, γελοιότητες)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.