χλευαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χλευαστής οι χλευαστές
      γενική του χλευαστή των χλευαστών
    αιτιατική τον χλευαστή τους χλευαστές
     κλητική χλευαστή χλευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλευαστής < αρχαία ελληνική χλευαστής < χλευάζω < χλεύη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰlew- (αστειεύομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /xle.vaˈstis/

Ουσιαστικό

χλευαστής αρσενικό (θηλυκό: χλευάστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.