χλευάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χλευάζω < αρχαία ελληνική χλευάζω

Ρήμα

χλευάζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χλευάζω < χλεύη

Ρήμα

χλευάζω ( μέσο και παθητικό: χλευάζομαι)

  • ἐπισκώπτων καί παίζων καί χλευάζων

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.