αστειεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αστειεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀστειεύομαι & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική plaisanter[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.stiˈe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στει‐εύ‐ο‐μαι
Ρήμα
αστειεύομαι, μτχ.π.ε.: αστειευόμενος, π.αόρ.: αστειεύτηκα (αποθετικό ρήμα)
- λέω κάτι που απέχει λίγο από την πραγματικότητα, για αστείο, για πλάκα
- ※ Ο Νικήτας προσπάθησε ν' αστειευτεί, μα δεν ήταν στα κέφια του και το παραδέχτηκε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- ≠ αντώνυμα: σοβαρολογώ
- δεν παίρνω κάτι στα σοβαρά, το αντιμετωπίζω με ελαφρότητα, χιουμοριστικά
- λέω αστεία
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αστειεύομαι | αστειευόμουν(α) | θα αστειεύομαι | να αστειεύομαι | αστειευόμενος | |
| β' ενικ. | αστειεύεσαι | αστειευόσουν(α) | θα αστειεύεσαι | να αστειεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | αστειεύεται | αστειευόταν(ε) | θα αστειεύεται | να αστειεύεται | ||
| α' πληθ. | αστειευόμαστε | αστειευόμαστε αστειευόμασταν |
θα αστειευόμαστε | να αστειευόμαστε | ||
| β' πληθ. | αστειεύεστε | αστειευόσαστε αστειευόσασταν |
θα αστειεύεστε | να αστειεύεστε | (αστειεύεστε) | |
| γ' πληθ. | αστειεύονται | αστειεύονταν αστειευόντουσαν |
θα αστειεύονται | να αστειεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αστειεύτηκα | θα αστειευτώ | να αστειευτώ | αστειευτεί | ||
| β' ενικ. | αστειεύτηκες | θα αστειευτείς | να αστειευτείς | αστειεύσου | ||
| γ' ενικ. | αστειεύτηκε | θα αστειευτεί | να αστειευτεί | |||
| α' πληθ. | αστειευτήκαμε | θα αστειευτούμε | να αστειευτούμε | |||
| β' πληθ. | αστειευτήκατε | θα αστειευτείτε | να αστειευτείτε | αστειευτείτε | ||
| γ' πληθ. | αστειεύτηκαν αστειευτήκαν(ε) |
θα αστειευτούν(ε) | να αστειευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αστειευτεί | είχα αστειευτεί | θα έχω αστειευτεί | να έχω αστειευτεί | ||
| β' ενικ. | έχεις αστειευτεί | είχες αστειευτεί | θα έχεις αστειευτεί | να έχεις αστειευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αστειευτεί | είχε αστειευτεί | θα έχει αστειευτεί | να έχει αστειευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αστειευτεί | είχαμε αστειευτεί | θα έχουμε αστειευτεί | να έχουμε αστειευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αστειευτεί | είχατε αστειευτεί | θα έχετε αστειευτεί | να έχετε αστειευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αστειευτεί | είχαν αστειευτεί | θα έχουν αστειευτεί | να έχουν αστειευτεί | ||
Αναφορές
- αστειεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.