χλευασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χλευασμός | οι | χλευασμοί |
| γενική | του | χλευασμού | των | χλευασμών |
| αιτιατική | τον | χλευασμό | τους | χλευασμούς |
| κλητική | χλευασμέ | χλευασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χλευασμός < αρχαία ελληνική χλευασμός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χλεύη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.