εμπαιγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εμπαιγμός | οι | εμπαιγμοί |
| γενική | του | εμπαιγμού | των | εμπαιγμών |
| αιτιατική | τον | εμπαιγμό | τους | εμπαιγμούς |
| κλητική | εμπαιγμέ | εμπαιγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμπαιγμός < ἐν + παιγμός[<παίζω] (ελληνιστικό ἐμπαιγμός)
Ουσιαστικό
εμπαιγμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπαίζω
- ο περιφρονητικός ή προσβλητικός αστεϊσμός σε βάρος κάποιου
- ο χλευασμός, το κορόιδεμα, το περιγέλασμα
- η απάτη, η εξαπάτηση, η παραπλάνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.