χειροποίητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειροποίητος | η | χειροποίητη | το | χειροποίητο |
| γενική | του | χειροποίητου | της | χειροποίητης | του | χειροποίητου |
| αιτιατική | τον | χειροποίητο | τη | χειροποίητη | το | χειροποίητο |
| κλητική | χειροποίητε | χειροποίητη | χειροποίητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειροποίητοι | οι | χειροποίητες | τα | χειροποίητα |
| γενική | των | χειροποίητων | των | χειροποίητων | των | χειροποίητων |
| αιτιατική | τους | χειροποίητους | τις | χειροποίητες | τα | χειροποίητα |
| κλητική | χειροποίητοι | χειροποίητες | χειροποίητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειροποίητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειροποίητος,[1] σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική handmade[2]. Δείτε χειρο-, -ποίητος και το αρχαίο ποιητός, ποιέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.ɾoˈpi.i.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐ποί‐η‐τος
Επίθετο
χειροποίητος, -η, -ο
- δουλεμένος, κατασκευασμένος στο χέρι, όχι από μηχανή
- ↪ χειροποίητο πουλόβερ, πλεγμένο στο χέρι, χειροποίητο ψωμί
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- χειροποίητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | χειροποίητος | τὸ | χειροποίητον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | χειροποιήτου | τοῦ | χειροποιήτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | χειροποιήτῳ | τῷ | χειροποιήτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | χειροποίητον | τὸ | χειροποίητον | ||
| κλητική ὦ! | χειροποίητε | χειροποίητον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | χειροποίητοι | τὰ | χειροποίητᾰ | ||
| γενική | τῶν | χειροποιήτων | τῶν | χειροποιήτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | χειροποιήτοις | τοῖς | χειροποιήτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | χειροποιήτους | τὰ | χειροποίητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | χειροποίητοι | χειροποίητᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειροποιήτω | τὼ | χειροποιήτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χειροποιήτοιν | τοῖν | χειροποιήτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χειροποίητος, -ος, -ον
- που είναι έργο ανθρώπου, ούτε της φύσης ούτε των θεών
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 149
- ὅτι δὲ χειροποίητος ἐστὶ η λίμνη καὶ ὀρυκτή, αὐτὴ δηλοῖ: ἐν γὰρ μέσῃ τῇ λίμνῃ μάλιστά κῃ ἑστᾶσι δύο πυραμίδες, τοῦ ὕδατος ὑπερέχουσαι πεντήκοντα ὀργυιὰς ἑκατέρη, καὶ τὸ κατ᾽ ὕδατος οἰκοδόμηται ἕτερον τοσοῦτο
- και ότι αυτή η λίμνη είναι ανθρώπινο έργο και είναι σκαμμένη, γίνεται φανερό από το εξής: σχεδόν στο κέντρο της υψώνονται δύο πυραμίδες που το ύψος τους πάνω από το νερό είναι πενήντα οργιές όμως άλλο τόσο είναι και το χτισμένο μέρος τους κάτω από το νερό - *::: Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὅτι δὲ χειροποίητος ἐστὶ η λίμνη καὶ ὀρυκτή, αὐτὴ δηλοῖ: ἐν γὰρ μέσῃ τῇ λίμνῃ μάλιστά κῃ ἑστᾶσι δύο πυραμίδες, τοῦ ὕδατος ὑπερέχουσαι πεντήκοντα ὀργυιὰς ἑκατέρη, καὶ τὸ κατ᾽ ὕδατος οἰκοδόμηται ἕτερον τοσοῦτο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 3.5 Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ὁδὸς δὲ μία ὁρωμένη ἦν ἄγουσα ἄνω ὥσπερ χειροποίητος: ταύτῃ ἐπειρῶντο διαβαίνειν οἱ Ἕλληνες
- ※ Στράβων Γεωγραφικά, 17, 1
- θέλοντες φόβῳ τῶν ἔξωθεν ἐφόδων καταράκτας χειροποιήτους κατεσκευάκεισαν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 149
Αντώνυμα
- αὐτοφυής
- ἀπό ταὐτομάτου
- φύσει (δοτική του φύσις)
Πηγές
- χειροποίητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειροποίητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.