ποιέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ποιέω > ποιῶ    ποιοῦμαι 
Παρατατικός  ἐποίουν   ἐποιούμην 
Μέλλοντας  ποιήσω   ποιήσομαι & ποιηθήσομαι 
Αόριστος  ἐποίησα   ἐποιησάμην & ἐποιήθην 
Παρακείμενος  πεποίηκα   πεποίημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεποιήκειν   ἐπεποιήμην 
Συντελ.Μέλλ.  πεποιηκώς ἔσομαι   πεποιημένος ἔσομαι 

Ετυμολογία

ποιέω < ποιϝέω‎ < *ποιϝός ‎< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷei-u (μαζεύω, συγκεντρώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷey-. Συγγενή: αβεστική 𐬗𐬌𐬥𐬎𐬎𐬀𐬧𐬙- (cinuuaṇt-, μετοχή ενεστώτα), σανσκριτική चिनोति (cinóti)[1]  και δείτε τη ρίζα *kʷey-

Ρήμα

ποιέω / ποιῶ (μεσοπαθητική φωνή: ποιέομαι / ποιοῦμαι)

  1. (και στη μεσοπαθητική φωνή) ποιώ, ενεργώ, κατασκευάζω, πράττω, κάνω, δημιουργώ
     δείτε παράθεμα στο ποιήσας
  2. (+ αιτιατική, και στη μεσοπαθητική φωνή) καθιστώ κάποιον κάτι, του δίνω μια ιδιότητα (π.χ. τον προάγω) ή του προξενώ κάτι
    ποιῶ τινά στρατηγόν
  3. (+ αιτιατική & απαρέμφατο) κάνω κάποιον να προβεί σε μια ενέργεια

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • ἀλκὴν ποιοῦμαι
  • εὖ ποιῶ, εὖ ποιοῦμαι
  • κακῶς ποιῶ
  • λόγον ποιοῦμαι
  • ὁδὸν ποιοῦμαι
  • περί πολλοῦ ποιοῦμαι τι
  • πλοῦν ποιοῦμαι
  • πόλεμον ποιοῦμαι
  • πολλὰ ποιῶν ἐκ τοῦ ἑνός
  • σκῆψιν ποιοῦμαι τι

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα

  • -ποιεῖον Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιεῖον στο Βικιλεξικό
  • -ποίησις Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποίησις στο Βικιλεξικό
  • -ποιητικός Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιητικός στο Βικιλεξικό
  • -ποίητος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποίητος στο Βικιλεξικό
  • -ποιητός Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιητός στο Βικιλεξικό
  • -ποιέω / -ποιῶ Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιῶ στο Βικιλεξικό
  • -ποιΐα Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιΐα στο Βικιλεξικό
  • -ποιός Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιός στο Βικιλεξικό

και

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

  • ἀντιποιῶ (ανταποδίδω)
  • ἀντιποιοῦμαι (επιδιώκω, εγείρω αξιώσεις, φιλονεικώ)
  • ἐκποιῶ (τελειοποιώ, κατασκευάζω εξ ολοκλήρου, αλλά και απαλλοτριώνω)
  • ἐκποιοῦμαι (παράγω, γεννώ)
  • μεταποιῶ (κατασκευάζω εκ νέου, μετασχηματίζω)
  • μεταποιοῦμαι (οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι)
  • παραποιῶ (νοθεύω, παρεισάγω σε ποίημα)
  • προσποιῶ (προσάπτω, προσθέτω)
  • προσποιοῦμαι (προσελκύω, προσκτώμαι, ιδιοποιούμαι, υποκρίνομαι)

Κλίση

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.