αὐτόματος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | αὐτόματος | ἡ | αὐτομάτη & αὐτόματος |
τὸ | αὐτόματον |
| γενική | τοῦ | αὐτομάτου | τῆς | αὐτομάτης & αὐτομάτου |
τοῦ | αὐτομάτου |
| δοτική | τῷ | αὐτομάτῳ | τῇ | αὐτομάτῃ & αὐτομάτῳ |
τῷ | αὐτομάτῳ |
| αιτιατική | τὸν | αὐτόματον | τὴν | αὐτομάτην & αὐτόματον |
τὸ | αὐτόματον |
| κλητική ὦ! | αὐτόματε | αὐτομάτη & αὐτόματε |
αὐτόματον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | αὐτόματοι | αἱ | αὐτόμαται & αὐτόματοι |
τὰ | αὐτόματᾰ |
| γενική | τῶν | αὐτομάτων | τῶν | αὐτομάτων & αὐτομάτων |
τῶν | αὐτομάτων |
| δοτική | τοῖς | αὐτομάτοις | ταῖς | αὐτομάταις & αὐτομάτοις |
τοῖς | αὐτομάτοις |
| αιτιατική | τοὺς | αὐτομάτους | τὰς | αὐτομάτᾱς & αὐτομάτους |
τὰ | αὐτόματᾰ |
| κλητική ὦ! | αὐτόματοι | αὐτόμαται & αὐτόματοι |
αὐτόματᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτομάτω | τὼ | αὐτομάτᾱ & αὐτομάτω |
τὼ | αὐτομάτω |
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐτομάτοιν | τοῖν | αὐτομάταιν & αὐτομάτοιν |
τοῖν | αὐτομάτοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αὐτόματος < αὐτό- + μέμαα ή μέμονα (παρακείμενοι με ενεστωτική χρήση, συνδέονται με το μένος)
Επίθετο
αὐτόματος, -η, -ον & -ος, -ος, -ον
- που γίνεται από μόνος του, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, που γίνεται από τη φύση, από φυσικά αίτια
- ※ ἐν ὁτέοισι δ᾽ ἂν οἰκίοισι αἰέλουρος ἀποθάνῃ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, οἱ ἐνοικέοντες πάντες ξυρῶνται τὰς ὀφρύας μούνας, παρ᾽ ὁτέοισι δ᾽ ἂν κύων, πᾶν τὸ σῶμα καὶ τὴν κεφαλήν
- αν σε ένα σπίτι πεθάνει από φυσικά αίτια μια γάτα, όλοι οι ένοικοι ξυρίζουν μόνον τα φρύδια, ενώ αν τους πεθάνει σκύλος, ξυρίζουν όλο το σώμα και το κεφάλι
- (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
- αν σε ένα σπίτι πεθάνει από φυσικά αίτια μια γάτα, όλοι οι ένοικοι ξυρίζουν μόνον τα φρύδια, ενώ αν τους πεθάνει σκύλος, ξυρίζουν όλο το σώμα και το κεφάλι
- ※ τὴν φύσιν αὐτὰ γεννᾶν ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης καὶ ἄνευ διανοίας φυούσης, ἢ μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμης θείας ἀπὸ θεοῦ γιγνομένης; (Πλάτων Σοφ. 265)
- → λείπει η μετάφραση
- ※ ἐν ὁτέοισι δ᾽ ἂν οἰκίοισι αἰέλουρος ἀποθάνῃ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, οἱ ἐνοικέοντες πάντες ξυρῶνται τὰς ὀφρύας μούνας, παρ᾽ ὁτέοισι δ᾽ ἂν κύων, πᾶν τὸ σῶμα καὶ τὴν κεφαλήν
- το ατύχημα, αυτός που έγινε από ατύχημα, κατά λάθος ή τυχαία, που έγινε από μόνος του
- ※ ὁ γὰρ πρότερον ἐὼν αὐτόθι αὐτόματος κατεκάη
- γιατί εκείνος (ο ναός) που βρισκόταν εκεί προηγουμένως είχε καεί από ατύχημα -ο Ηρόδοτος για το ναό των Δελφών, Ιστορ. 2, 180)
- ※ ὁ γὰρ πρότερον ἐὼν αὐτόθι αὐτόματος κατεκάη
- το τυχαίο σε αντιδιαστολή προς το αποτέλεσμα της τέχνης, το ενστικτώδες σε αντιδιαστολή προς το επινοημένο
- ο φυσικός, ο αυθόρμητος, ο αυτόματος, που αβγατίζει μόνος του, αναγεννάται από μόνος του, σαν τα αγριόχορτα, ο αυτοφυής
- ※ οὐδέν γίγνεται των τοιούτων ἕτερος ἑτέρου μαθητής, ἀλλ᾽ αὐτόματοι ἀναφύονται ὁπόθεν ἂν τύχῃ ἕκαστος αὐτῶν ἐνθουσιάσας, καὶ τὸν ἕτερον ὁ ἕτερος οὐδὲν ἡγεῖται εἰδέναι
- <μα δεν αποτελούν σχολή>, αυτοί δεν είναι ο ένας μαθητής του άλλου, από μόνοι τους ξεπηδάνε απ' ό,τι τύχει να ενθουσιάσει τον καθένα τους και θεωρούν ότι οι υπόλοιποι δεν ξέρουν τίποτα
- (Χρειάζεται στοιχεία παρθέματος)
- <μα δεν αποτελούν σχολή>, αυτοί δεν είναι ο ένας μαθητής του άλλου, από μόνοι τους ξεπηδάνε απ' ό,τι τύχει να ενθουσιάσει τον καθένα τους και θεωρούν ότι οι υπόλοιποι δεν ξέρουν τίποτα
- ※ οὐδέν γίγνεται των τοιούτων ἕτερος ἑτέρου μαθητής, ἀλλ᾽ αὐτόματοι ἀναφύονται ὁπόθεν ἂν τύχῃ ἕκαστος αὐτῶν ἐνθουσιάσας, καὶ τὸν ἕτερον ὁ ἕτερος οὐδὲν ἡγεῖται εἰδέναι
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τὰ αὐτόματα: οι μαριονέτες, μηχανισμοί που δεν έχουν ψυχή αλλά κινούνται
Εκφράσεις
- αὐτόματος θάνατος' : ο θάνατος από φυσικά αίτια
- ἀπὸ ταὐτομάτου: επιρρηματικά, συνώνυμο του αὐτομάτως (το φυσικό γεγονός, με φυσικό τρόπο χωρίς ανρθώπινη παρέμβαση)
Συγγενικά
- αὐτοματέω
- αὐτοματίζω
- αὐτομάτως
- αὐτοματοποιός
- η αὐτοματοποιητική
Πηγές
- αὐτόματος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτόματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.