φύσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῠσι- φῠσε-
ονομαστική φύσῐς αἱ φύσεις
      γενική τῆς φύσεως
& φύσεος(ποιητικό)
τῶν φύσεων
      δοτική τῇ φύσει ταῖς φύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φύσῐν τὰς φύσεις
     κλητική ! φύσῐ φύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φύσει
γεν-δοτ τοῖν  φυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύσις < *φυ- (όπως και στο φύω) + -τις (> -σις) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  . Συγγενή στην οικογένεια «φύω»: φυλή, φῦλον, φῦμα, φυτόν,

Ουσιαστικό

φύσις [] θηλυκό

  1. φυσική κατάσταση, φυσική μορφή
  2. ανάστημα, μορφή
     συνώνυμα: φυή
  3. φυσική κλίση ή χαρακτήρας
  4. προέλευση, καταγωγή
  5. γέννηση
  6. (περιληπτικό) όλα τα πλάσματα

  • φύσιος (ιωνικός τύπος)

Εκφράσεις

Παράγωγα

θέμα με φυσ-

  • φύσει
  • φυσιο-, φυσι- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φυσιο- στο Βικιλεξικό
  • φυσικο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φυσικο- στο Βικιλεξικό
  • φυσικός

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη φύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.