εγχάρακτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγχάρακτος | η | εγχάρακτη | το | εγχάρακτο |
| γενική | του | εγχάρακτου | της | εγχάρακτης | του | εγχάρακτου |
| αιτιατική | τον | εγχάρακτο | την | εγχάρακτη | το | εγχάρακτο |
| κλητική | εγχάρακτε | εγχάρακτη | εγχάρακτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγχάρακτοι | οι | εγχάρακτες | τα | εγχάρακτα |
| γενική | των | εγχάρακτων | των | εγχάρακτων | των | εγχάρακτων |
| αιτιατική | τους | εγχάρακτους | τις | εγχάρακτες | τα | εγχάρακτα |
| κλητική | εγχάρακτοι | εγχάρακτες | εγχάρακτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋˈxa.ɾa.ktos/
Επίθετο
εγχάρακτος, -η, -ο
Συνώνυμα
- έγγλυφος
- εσώγλυφος
- σκαλισμένος
- χαραγμένος
Μεταφράσεις
εγχάρακτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.