σκαλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκαλισμένος | η | σκαλισμένη | το | σκαλισμένο |
| γενική | του | σκαλισμένου | της | σκαλισμένης | του | σκαλισμένου |
| αιτιατική | τον | σκαλισμένο | τη | σκαλισμένη | το | σκαλισμένο |
| κλητική | σκαλισμένε | σκαλισμένη | σκαλισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκαλισμένοι | οι | σκαλισμένες | τα | σκαλισμένα |
| γενική | των | σκαλισμένων | των | σκαλισμένων | των | σκαλισμένων |
| αιτιατική | τους | σκαλισμένους | τις | σκαλισμένες | τα | σκαλισμένα |
| κλητική | σκαλισμένοι | σκαλισμένες | σκαλισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκαλίζω
Συνώνυμα
- έγγλυφος
- εγχάρακτος
- εσώγλυφος
- χαραγμένος
Μεταφράσεις
σκαλισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.