χαραδριός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαραδριός | οι | χαραδριοί |
| γενική | του | χαραδριού | των | χαραδριών |
| αιτιατική | τον | χαραδριό | τους | χαραδριούς |
| κλητική | χαραδριέ | χαραδριοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_W_IMG_0104.jpg.webp)
Χαραδριός
Ετυμολογία
- χαραδριός < αρχαία ελληνική χαραδριός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χαραδριός < χαράδρα
Ουσιαστικό
χαραδριός αρσενικό
- κιτρινωπό πουλί που ζει σε χαράδρες, ίσως το Charadrius oedicnemus
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.