στενόμακρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στενόμακρος η στενόμακρη το στενόμακρο
      γενική του στενόμακρου της στενόμακρης του στενόμακρου
    αιτιατική τον στενόμακρο τη στενόμακρη το στενόμακρο
     κλητική στενόμακρε στενόμακρη στενόμακρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στενόμακροι οι στενόμακρες τα στενόμακρα
      γενική των στενόμακρων των στενόμακρων των στενόμακρων
    αιτιατική τους στενόμακρους τις στενόμακρες τα στενόμακρα
     κλητική στενόμακροι στενόμακρες στενόμακρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στενόμακρος < στενό- + μακρύς

Επίθετο

στενόμακρος, -η, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.