πρών

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πρών < συνηρημένος τύπος του πρηών ή πρηών (< πρό)

Ουσιαστικό

πρών αρσενικό (γενική: πρῶνος, πληθ. απαντά και εκτεταμένος τύπος πρώονες)

  1. βράχος που προεξέχει από όρος ή στη θάλασσα
      εὕδουσι δ΄ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
    πρώονές τε καὶ χαράδραι
    Kοιμούνται κορφοβούνια και φαράγγια,
    και ρεματιές κοιμούνται και ψηλώματα, (Αλκμάν, Μετάφραση: Ιωάννης Θεοφάνους Κακριδής)
    Διδακτικό εγχειρίδιο: Αλκμάν με τρεις μεταφράσεις - Αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. το ακρωτήριο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.