Χαράδρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Χαράδρᾱ | ||
| γενική | τῆς | Χαράδρᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Χαράδρᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Χαράδρᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Χαράδρᾱ | |||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χαράδρα < χαράδρα
- Χαράδρη (ιωνικός τύπος)
Πηγές
- Χαράδρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.