χείμαρρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χείμαρρος οι χείμαρροι
      γενική του χείμαρρου
& χειμάρρου
των χείμαρρων
& χειμάρρων
    αιτιατική τον χείμαρρο τους χείμαρρους
& χειμάρρους
     κλητική χείμαρρε χείμαρροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χείμαρρος < αρχαία ελληνική χειμάρροος < χειμών + ροή < ρέω

Ουσιαστικό

χείμαρρος αρσενικό

  1. ποταμός που ρέει μόνο το χειμώνα ή που πάντως δημιουργείται μετά από βροχή ή από λιώσιμο των χιονιών και του πάγου
  2. η ακατάσχετη και ορμητική ομιλία αλλά και γενικά η παρόμοια ιδιοσυγκρασία -δεν συνδέεται ετυμολογικά και ενοιολογικά με την χίμαιρα
    Ήταν χείμαρρος. Δεν προλάβαινες να τον διακόψεις για να αρθρώσεις ούτε λέξη!
    Αυτή η γυναίκα είναι χείμαρρος (ορμάει σε ένα χώρο και επιβάλλεται με την παρουσία της, το λόγο της, το ασυγκράτητο ταμπεραμέντο της)

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.