χαμηλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαμηλώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

χαμηλώνω

  • κατεβάζω ελαφρά, ελαττώνω, το επίπεδο από κάτι
    χαμήλωσε λίγο τη φωνή, το παιδί κοιμάται δίπλα!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.