χαμηλούτσικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμηλούτσικος η χαμηλούτσικη
& χαμηλούτσικια
το χαμηλούτσικο
      γενική του χαμηλούτσικου της χαμηλούτσικης
& χαμηλούτσικιας
του χαμηλούτσικου
    αιτιατική τον χαμηλούτσικο τη χαμηλούτσικη
& χαμηλούτσικια
το χαμηλούτσικο
     κλητική χαμηλούτσικε χαμηλούτσικη
& χαμηλούτσικια
χαμηλούτσικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμηλούτσικοι οι χαμηλούτσικες τα χαμηλούτσικα
      γενική των χαμηλούτσικων των χαμηλούτσικων των χαμηλούτσικων
    αιτιατική τους χαμηλούτσικους τις χαμηλούτσικες τα χαμηλούτσικα
     κλητική χαμηλούτσικοι χαμηλούτσικες χαμηλούτσικα
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαμηλούτσικος < χαμηλ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.miˈlu.t͡si.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαμηλούτσικος

Επίθετο

χαμηλούτσικος, -η / -ια, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαμηλός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.