low
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- low < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | low |
| συγκριτικός | lower |
| υπερθετικός | lowest |
low (en)
- χαμηλός, που βρίσκεται κοντά στο έδαφος ή έχει μικρό ύψος
- ↪ On the low table there is an elegant vase.
- Πάνω στο χαμηλό τραπέζι υπάρχει ένα κομψό βάζο.
- ↪ On the low table there is an elegant vase.
- (συχνά σε σύνθετα) χαμηλός, που έχει μικρότερο ύψος, βάθος κτλ. από το συνηθισμένο
- ↪ a lower quality suit - κοστούμι κατώτερης ποιότητας
- ↪ This car is a perfect combination of advanced technology and low pricing.
- Αυτό το αυτοκίνητο είναι ένας τέλειος συνδυασμός προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής τιμής.
Ουσιαστικό
low (en)
- χαμηλό σημείο
- (αργκό, ΗΠΑ, ανεπίσημο ουσιαστικοποιημένο) φυλακή χαμηλού επιπέδου ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με σχετικά χαλαρές συνθήκες κράτησης, για κατάδικους που δεν έχουν μεγάλες ποινές και ιστορικό βίαιων πράξεων (από την ονομασία: Low-security Federal Correctional Institution)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.