χήρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χήρα | οι | χήρες |
| γενική | της | χήρας | των | χηρών |
| αιτιατική | τη | χήρα | τις | χήρες |
| κλητική | χήρα | χήρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χήρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χήρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χή‐ρα
- ομόηχο: χείρα
Ουσιαστικό
χήρα θηλυκό (αρσενικό χήρος)
- γυναίκα που έχει πεθάνει ο νόμιμος σύζυγός της και δεν έχει παντρευτεί
Σύνθετα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χηρεύω
Μεταφράσεις
χήρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χήρα < επίθετο χῆρος, -α, -ον (ο στερημένος από κάτι, ο έρημος, ελληνιστική σημασία: εκείνος που έχασε τη γυναίκα του)
Ουσιαστικό
χήρα θηλυκό ( & ιωνικός τύπος χήρη)
- γυναίκα χωρίς άνδρα, που ο σύζυγος είναι νεκρός
- μήτηρ χήρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χήρα, θηλυκό του χῆρος που σημαίνει το στερημένο
- η στερημένη, η κενή,
- χήρα εὐνή (το κενό συζυγικό κρεβάτι)
- στερημένη συζύγου
- χῆραι γυναῖκες'
- φαγητό χωρίς σάλτσα (έννοια της μεταγενέστερης ελληνικής) όπως λέμε σήμερα καμιά φορά ορφανή τη μακαρονάδα χωρίς κιμά
Πηγές
- χήρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χήρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.