αρχοντοχήρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρχοντοχήρα | οι | αρχοντοχήρες |
| γενική | της | αρχοντοχήρας | των | αρχοντοχηρών |
| αιτιατική | την | αρχοντοχήρα | τις | αρχοντοχήρες |
| κλητική | αρχοντοχήρα | αρχοντοχήρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.xon.do.ˈçi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χο‐ντο‐χή‐ρα
Ουσιαστικό
αρχοντοχήρα θηλυκό
- (σπάνιο, μάλλον παρωχημένο) πλούσια χήρα
- αρχουντουχήρα (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
αρχοντοχήρα
|
|
Πηγές
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989), σ. 721.
- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 66.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.