χηρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χηρεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χηρεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /çiˈɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χη‐ρεύ‐ω
Ρήμα
χηρεύω, αόρ.: χήρεψα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χήρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χηρεύω | χήρευα | θα χηρεύω | να χηρεύω | χηρεύοντας | |
| β' ενικ. | χηρεύεις | χήρευες | θα χηρεύεις | να χηρεύεις | χήρευε | |
| γ' ενικ. | χηρεύει | χήρευε | θα χηρεύει | να χηρεύει | ||
| α' πληθ. | χηρεύουμε | χηρεύαμε | θα χηρεύουμε | να χηρεύουμε | ||
| β' πληθ. | χηρεύετε | χηρεύατε | θα χηρεύετε | να χηρεύετε | χηρεύετε | |
| γ' πληθ. | χηρεύουν(ε) | χήρευαν χηρεύαν(ε) |
θα χηρεύουν(ε) | να χηρεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χήρεψα | θα χηρέψω | να χηρέψω | χηρέψει | ||
| β' ενικ. | χήρεψες | θα χηρέψεις | να χηρέψεις | χήρεψε | ||
| γ' ενικ. | χήρεψε | θα χηρέψει | να χηρέψει | |||
| α' πληθ. | χηρέψαμε | θα χηρέψουμε | να χηρέψουμε | |||
| β' πληθ. | χηρέψατε | θα χηρέψετε | να χηρέψετε | χηρέψτε | ||
| γ' πληθ. | χήρεψαν χηρέψαν(ε) |
θα χηρέψουν(ε) | να χηρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χηρέψει | είχα χηρέψει | θα έχω χηρέψει | να έχω χηρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις χηρέψει | είχες χηρέψει | θα έχεις χηρέψει | να έχεις χηρέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει χηρέψει | είχε χηρέψει | θα έχει χηρέψει | να έχει χηρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χηρέψει | είχαμε χηρέψει | θα έχουμε χηρέψει | να έχουμε χηρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε χηρέψει | είχατε χηρέψει | θα έχετε χηρέψει | να έχετε χηρέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χηρέψει | είχαν χηρέψει | θα έχουν χηρέψει | να έχουν χηρέψει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
χηρεύω
Συγγενικά
- καταχηρεύω
- χηρεία
- χήρευμα
- χήρευσις
- χῆρος (έρημος, στερημένος)
- χήρα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- χηρεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χηρεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.