στερημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στερημένος | η | στερημένη | το | στερημένο |
| γενική | του | στερημένου | της | στερημένης | του | στερημένου |
| αιτιατική | τον | στερημένο | τη | στερημένη | το | στερημένο |
| κλητική | στερημένε | στερημένη | στερημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στερημένοι | οι | στερημένες | τα | στερημένα |
| γενική | των | στερημένων | των | στερημένων | των | στερημένων |
| αιτιατική | τους | στερημένους | τις | στερημένες | τα | στερημένα |
| κλητική | στερημένοι | στερημένες | στερημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
αυτός που δεν έχει την δυνατότητα να έχει στην κατωχή του κάποιο αγαθό. είτε αυτο είναι βασικό είτε όχι.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.