ανοργανωσιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοργανωσιά οι ανοργανωσιές
      γενική της ανοργανωσιάς των ανοργανωσιών
    αιτιατική την ανοργανωσιά τις ανοργανωσιές
     κλητική ανοργανωσιά ανοργανωσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανοργανωσιά < αν- (α- στερητικό) + οργανώνω

Ουσιαστικό

ανοργανωσιά θηλυκό

  1. η έλλειψη οργάνωσης
  2. η κατάσταση του ανοργάνωτου


Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.