χάϊος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

χάϊος < αβέβαιου ετυμ.

Επίθετο

χάϊος, χαΐα, χάιον και χαός-ός, (μάλλον χωρίς ουδέτερο)

  1. καλός, αγαθός
    οι χαοί : οι άνωθεν, οι πρόγονοι, οι καλοί άνθρωποι της παλιάς εποχής
  2. γνήσιος, αληθινός
  3. ευγενής
  4. στέρεος

Σύνθετα

  • βαθυχάϊος
  • χαϊώτερος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.