χαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαίνω < αρχαία ελληνική χαίνω

Ρήμα

χαίνω

(λόγιο)
  1. (κυριολεκτικά) χάσκω, είμαι ανοιχτός
    Κατά την διασταύρωσιν της οδού Μητροπόλεως εξακολουθεί να χαίνει λάκκος πλήρης ακαθάρτου υγρού, το οποίον ουδέποτε κατώρθωσαν αι ηλιακαί ακτίνες ν' απορροφήσουν εντελώς. (Εμμανουήλ Ροΐδης, Περίπατοι εις τας Αθήνας)
  2. (μεταφορικά) είμαι ακόμα ανοιχτός
    Ωστόσο η ανοιχτή πληγή που χαίνει παραμένει το Ασφαλιστικό, δεδομένου ότι η διατήρηση της ανεργίας στα επίπεδα του 26%, η επικείμενη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αλλά και τα μεγάλα χρέη που έχουν σωρευτεί στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης απειλούν εκ νέου τη βιωσιμότητα του συστήματος. (*)

Συγγενικά

  • χαίνων

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαίνω < συγγενές του χάσκω και πιθανόν συγγενές και ομόρριζο των χαλάω και χάζω

Ρήμα

χαίνω

  1. χάσκω, ανοίγω το στόμα (από αμηχανία, κούραση, ανία, θαυμασμό, περιέργεια)
  2. χασμουριέμαι

Κλίση

  • τύποι που απαντούν
παρατατ. ἔχανον, μέλλ. χανοῦμαι παρακ. ως ενεστώρας κέχηνα

Εκφράσεις

  • τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών: ας ανοίξει η γη να με καταπιεί

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.