χαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαίνω < αρχαία ελληνική χαίνω
Ρήμα
χαίνω
- (λόγιο)
- (κυριολεκτικά) χάσκω, είμαι ανοιχτός
- Κατά την διασταύρωσιν της οδού Μητροπόλεως εξακολουθεί να χαίνει λάκκος πλήρης ακαθάρτου υγρού, το οποίον ουδέποτε κατώρθωσαν αι ηλιακαί ακτίνες ν' απορροφήσουν εντελώς. (Εμμανουήλ Ροΐδης, Περίπατοι εις τας Αθήνας)
- (μεταφορικά) είμαι ακόμα ανοιχτός
- Ωστόσο η ανοιχτή πληγή που χαίνει παραμένει το Ασφαλιστικό, δεδομένου ότι η διατήρηση της ανεργίας στα επίπεδα του 26%, η επικείμενη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αλλά και τα μεγάλα χρέη που έχουν σωρευτεί στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης απειλούν εκ νέου τη βιωσιμότητα του συστήματος. (*)
Συγγενικά
- χαίνων
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλίση
- τύποι που απαντούν
- παρατατ. ἔχανον, μέλλ. χανοῦμαι παρακ. ως ενεστώρας κέχηνα
Εκφράσεις
- τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών: ας ανοίξει η γη να με καταπιεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.