φόλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόλα οι φόλες
      γενική της φόλας
    αιτιατική τη φόλα τις φόλες
     κλητική φόλα φόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φόλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φόλα < λατινική follis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰolǵʰnis < *bʰelǵʰ- (διογκώνω, φουσκώνω)

Ουσιαστικό

φόλα θηλυκό

  1. δηλητηριασμένο κομμάτι τροφής που αποσκοπεί στην εξόντωση (αδέσποτου συνήθως) ζώου (συχνά με φρικτούς πόνους)
  2. (μεταφορικά) δόλωμα, ψέμα
  3. (μειωτικό) απαξιωτικός χαρακτηρισμός, κυρίως για κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο
  4. (μειωτικό) απαξιωτικός χαρακτηρισμός για μη εμφανίσιμες γυναίκες,που χρησιμοποιείται κυρίως σε φόρουμ για κριτική οίκων ανοχής
  5. κομματάκι από διάφορα υλικά (σαμπρέλα, δέρμα κ.λπ.), με το οποίο μπαλώνουμε κάτι που έχει τρυπήσει ή έχει φθαρεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.