σαμπρέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαμπρέλα οι σαμπρέλες
      γενική της σαμπρέλας των σαμπρελών
    αιτιατική τη σαμπρέλα τις σαμπρέλες
     κλητική σαμπρέλα σαμπρέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ξεφούσκωτη και διπλωμένη σαμπρέλα ποδηλάτου.

Ετυμολογία

σαμπρέλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική chambre à air με τροπή του δεύτερου [r] σε [l] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /samˈbɾe.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαμπρέλα

Ουσιαστικό

σαμπρέλα θηλυκό

  • κυκλικός σωλήνας από καουτσούκ που τοποθετείται στο εσωτερικό ενός ελαστικού αυτοκινήτου ή άλλου πράγματος και φουσκώνεται με αέρα
    Σαμπρέλα έχουν τα ελαστικά του αυτοκινήτου, αλλά έχει και η μπάλα στο εσωτερικό της.
     συνώνυμα: αεροθάλαμος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.