φωτογραμμετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτογραμμετρία οι φωτογραμμετρίες
      γενική της φωτογραμμετρίας των φωτογραμμετριών
    αιτιατική τη φωτογραμμετρία τις φωτογραμμετρίες
     κλητική φωτογραμμετρία φωτογραμμετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτογραμμετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική photogrammetry [1] (ή από τη γαλλική photogrammétrie [2] [3]) < photogram (φωτόγραμμα) + -metry (-μετρία < αρχαία ελληνική φῶς + γράφω + μέτρον

Ουσιαστικό

φωτογραμμετρία θηλυκό

Συνώνυμα

Υπώνυμα

  • αεροφωτογραμμετρία
  • στερεοφωτογραμμετρία

Συγγενικά

  • φωτόγραμμα
  • φωτογραμμετρικός

 και δείτε τις λέξεις φως, γράφω και μέτρο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φωτογραμμετρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. φωτογραμμετρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.