φωτογραμμετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτογραμμετρία | οι | φωτογραμμετρίες |
| γενική | της | φωτογραμμετρίας | των | φωτογραμμετριών |
| αιτιατική | τη | φωτογραμμετρία | τις | φωτογραμμετρίες |
| κλητική | φωτογραμμετρία | φωτογραμμετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
φωτογραμμετρία θηλυκό
- (τεχνολογία, αρχιτεκτονική, φωτογραφία, τοπογραφία) μέθοδος υπολογισμού των διαστάσεων διαφόρων χώρων ή αντικειμένων με τη χρήση ειδικών φωτογραφιών, κυρίως αεροφωτογραφικών και η δημιουργία σχετικών χαρτών
- ※ Φωτογραμμετρία (η)· κλάδος της τεχνικής των καταμετρήσεων […]. απαντάταιΑπαντάται και ως Φωτογραμμομετρία, φωτογραφομετρία και Εικονομετρία (μονοεικονική και διεικονική.
- Τεχνικά Χρονικά, 1945 (τόμ. 22-24), σ. 186.
- ※ Φωτογραμμετρία (η)· κλάδος της τεχνικής των καταμετρήσεων […]. απαντάταιΑπαντάται και ως Φωτογραμμομετρία, φωτογραφομετρία και Εικονομετρία (μονοεικονική και διεικονική.
Συνώνυμα
Υπώνυμα
- αεροφωτογραμμετρία
- στερεοφωτογραμμετρία
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φωτογραμμετρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φωτογραμμετρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.