εικονομετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονομετρία οι εικονομετρίες
      γενική της εικονομετρίας των εικονομετριών
    αιτιατική την εικονομετρία τις εικονομετρίες
     κλητική εικονομετρία εικονομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική iconométrie < icone / icône (< ρωσική икона < αρχαία ελληνική εἰκών) + -métrie (< μέτρον) ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Bildmessung (Bild + Messung)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

εικονομετρία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.