καταμέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταμέτρηση | οι | καταμετρήσεις |
| γενική | της | καταμέτρησης* | των | καταμετρήσεων |
| αιτιατική | την | καταμέτρηση | τις | καταμετρήσεις |
| κλητική | καταμέτρηση | καταμετρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταμετρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταμέτρηση < ελληνιστική κοινή καταμέτρησις
Ουσιαστικό
καταμέτρηση θηλυκό
Συγγενικά
- επιμέτρηση
- → δείτε τη λέξη καταμετρώ
Μεταφράσεις
καταμέτρηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.