καταμέτρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταμέτρηση οι καταμετρήσεις
      γενική της καταμέτρησης* των καταμετρήσεων
    αιτιατική την καταμέτρηση τις καταμετρήσεις
     κλητική καταμέτρηση καταμετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταμετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταμέτρηση < ελληνιστική κοινή καταμέτρησις

Ουσιαστικό

καταμέτρηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του καταμετρώ, η ακριβής μέτρηση ενός μεγέθους
  2. η ακριβής μέτρηση του πλήθους των ατόμων ή των ομοειδών αντικειμένων που υπάρχουν σε μια συγκεκριμένη στιγμή σε συγκεκριμένο χώρο και με συγκεκριμένο σκοπό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.