φυτευτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυτευτός | η | φυτευτή | το | φυτευτό |
| γενική | του | φυτευτού | της | φυτευτής | του | φυτευτού |
| αιτιατική | τον | φυτευτό | τη | φυτευτή | το | φυτευτό |
| κλητική | φυτευτέ | φυτευτή | φυτευτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυτευτοί | οι | φυτευτές | τα | φυτευτά |
| γενική | των | φυτευτών | των | φυτευτών | των | φυτευτών |
| αιτιατική | τους | φυτευτούς | τις | φυτευτές | τα | φυτευτά |
| κλητική | φυτευτοί | φυτευτές | φυτευτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυτευτός < αρχαία ελληνική φυτευτός
Επίθετο
φυτευτός
- φυτό που έχει φυτευτεί, σε αντιδιαστολή προς τα αυτοφυές
- (μεταφορικά) το τεχνητό, μη φυσικό, που μεταμοσχεύεται, τοποθετείται
- φυτευτά δόντια, μαλλιά φυτευτές βλεφαρίδες
- (μεταφορικά) που δεν ανήκει κάπου, που δε βρέθηκε εκεί με φυσικό, αποδεκτό τρόπο
- Ήρθε φυτευτός από τον υπουργό, χωρίς διαγωνισμούς, χωρίς προσόντα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.