φυτεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυτεία | οι | φυτείες |
| γενική | της | φυτείας | των | φυτειών |
| αιτιατική | τη | φυτεία | τις | φυτείες |
| κλητική | φυτεία | φυτείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυτεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυτεία (φύτεμα) < φυτεύω & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική plantation[1]

Σκλάβοι σε φυτεία ζαχαροκαλάμου στο νησί Ρεουνιόν γύρω στο 1885.
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐τεί‐α
Συγγενικά
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-φυτεια»
Μεταφράσεις
φυτεία
|
Αναφορές
- φυτεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.