φύτεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φύτεμα | τα | φυτέματα |
| γενική | του | φυτέματος | των | φυτεμάτων |
| αιτιατική | το | φύτεμα | τα | φυτέματα |
| κλητική | φύτεμα | φυτέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φύτεμα < αρχαία ελληνική φύτευμα
Ουσιαστικό
φύτεμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.