αυτοφυής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοφυής | η | αυτοφυής | το | αυτοφυές |
| γενική | του | αυτοφυούς* | της | αυτοφυούς | του | αυτοφυούς |
| αιτιατική | τον | αυτοφυή | την | αυτοφυή | το | αυτοφυές |
| κλητική | αυτοφυή(ς) | αυτοφυής | αυτοφυές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοφυείς | οι | αυτοφυείς | τα | αυτοφυή |
| γενική | των | αυτοφυών | των | αυτοφυών | των | αυτοφυών |
| αιτιατική | τους | αυτοφυείς | τις | αυτοφυείς | τα | αυτοφυή |
| κλητική | αυτοφυείς | αυτοφυείς | αυτοφυή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοφυής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοφυής[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.fiˈis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐φυ‐ής
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αυτοφυής
|
|
Αναφορές
- αυτοφυής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.