φυτευτήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυτευτήρι τα φυτευτήρια
      γενική του φυτευτηριού των φυτευτηριών
    αιτιατική το φυτευτήρι τα φυτευτήρια
     κλητική φυτευτήρι φυτευτήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυτευτήρι < φυτεύ(ω) + -τήρι. Δεν σχετίζεται με την αρχαία ελληνική φυτευτήριον (φυτώριο)[1]

Ουσιαστικό

φυτευτήρι ουδέτερο

  • εργαλείο με οξεία άκρη που ανοίγει τρύπες στο έδαφος για να φυτευτούν τα φυτά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.